στάτωρ

στάτωρ
στάτωρ, ορος, , = Lat.
A stator, usher in a law-court, OGI665.23 (Egypt, i A.D.), IG14.991.6, Supp.Epigr.7.525,526 ([place name] Dura).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στάτορα — στάτωρ stator masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάτορος — στάτωρ stator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάτορας — ο / στάτωρ, ορος, ΝΑ νεοελλ. (ηλεκτρολ.) βλ. στάτης αρχ. δικαστικός κλητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < λατ. statōr «επιστάτης» (βλ. και λ. στατήρας)] …   Dictionary of Greek

  • στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”